- παρήγορος
- -η, -ο / παρήγορος και δωρ. τ. παράγορος, -ον, Ααυτός που απαλύνει τον ψυχικό πόνο και επιφέρει ηρεμία και αισιοδοξία στην ψυχή, παραμυθητικόςαρχ.1. αυτός που μειώνει ή εξουδετερώνει μια αρνητική κατάσταση («παρήγοροι δίψης καὶ λιμοῡ», Μάρκ. Αυρ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήγοροςαυτός που ενθαρρύνει ή ενισχύει κάποιον3. το θηλ. ως ουσ. ἡ Παρήγοροςπροσωποποίηση θεότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. κατ-ήγορος, συν-ήγορος, με έκταση λόγω συνθέσεως. Το συνθ. αυτό, όπως και άλλα συνθ. σε -ήγορος, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι δεν έχει τη σημ. τής λ. αγορά «συνάθροιση» αλλά τη σημ. τού αγορεύω «μιλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.